μυλοτόπι

μυλοτόπι
το
τόπος, ιδίως ύψωμα, όπου υπάρχουν ανεμόμυλοι, ή κοιλάδα όπου κυλούν νερά και υπάρχουν υδρόμυλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + τόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”